- πυροτεχνουργός
- ο1. τεχνίτης για την κατασκευή και συντήρηση εκρηκτικών υλών.2. τεχνικός για την εξουδετέρωση των εκρηκτικών μηχανισμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυροτεχνουργός — ο, Ν (χημ. τεχνολ. στρ.) α) ειδικευμένος τεχνίτης τής χημικής βιομηχανίας που ασχολείται με την παρασκευή, συντήρηση και χρησιμοποίηση πυροτεχνικών σκευασμάτων, ενώ στη βιομηχανία πυρομαχικών ο ίδιος τεχνίτης φροντίζει για τη γόμωση τών βλημάτων… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
πυροτέχνης — και πυροτεχνίτης, ο, Ν 1. ο κατασκευαστής πυροτεχνημάτων 2. στρ. ο πυροτεχνουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυροτέχνης < πυρ, πυρός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. βιο τέχνης, και μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγ. Βούλγαρι, ενώ ο τ. πυροτεχνίτης (< πυρ,… … Dictionary of Greek
πυροτεχνουργία — η, Ν [πυροτεχνουργός] 1. η τέχνη τού πυροτεχνουργού 2. στρ. κλάδος τής στρατιωτικής τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τον τρόπο παρασκευής, τον έλεγχο και τη χρήση τών διαφόρων εκρηκτικών υλών, αλλ. πυροτεχνική … Dictionary of Greek
Ιωάννου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδαμάντιος. Φιλικός, από τις Κυδωνίες. Ήταν δάσκαλος και μύησε πολλούς συμπατριώτες του στην ιδέα του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, στη στεριά και στη θάλασσα. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από… … Dictionary of Greek
Τουρριανός, Νικόλαος — Έλληνας κωδικογράφος και μικρογράφος της εποχής της Αναγέννησης (Κρήτη 1535/1540 – Νάπολη 1608/1610). Γύρω στα 1559 πήγε από την Κρήτη στη Βενετία και στην Πάντοβα όπου εργάστηκε εντατικά στην αντιγραφή ελληνικών κυρίως χειρογράφων για λογαριασμό … Dictionary of Greek